- νοστιμεύω
- νοστιμεύω και νοστιμίζω νοστίμεψα, νοστιμεύτηκα1. μτβ., κάνω κάτι νόστιμο: Η σάλτσα νοστιμεύει το φαγητό.2. μτφ., κάνω κάτι ευχάριστο, κομψό: Η ζώνη νοστίμεψε το φόρεμά σου.3. αμτβ., γίνομαι νόστιμος, αποχτώ ευχάριστη γεύση: Βάλε αλάτι νανοστιμέψει το φαγητό.4. μτφ., αμτβ., γίνομαι κομψός, ωραίος, ευχάριστος: Νοστίμεψε το κορίτσι αυτό τελευταία.5. το μέσ., νοστιμεύομαι ορέγομαι, ποθώ κάτι υπερβολικά: Νοστιμεύτηκα λίγα σύκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.