νοστιμεύω

νοστιμεύω
νοστιμεύω και νοστιμίζω νοστίμεψα, νοστιμεύτηκα
1. μτβ., κάνω κάτι νόστιμο: Η σάλτσα νοστιμεύει το φαγητό.
2. μτφ., κάνω κάτι ευχάριστο, κομψό: Η ζώνη νοστίμεψε το φόρεμά σου.
3. αμτβ., γίνομαι νόστιμος, αποχτώ ευχάριστη γεύση: Βάλε αλάτι νανοστιμέψει το φαγητό.
4. μτφ., αμτβ., γίνομαι κομψός, ωραίος, ευχάριστος: Νοστίμεψε το κορίτσι αυτό τελευταία.
5. το μέσ., νοστιμεύομαι ορέγομαι, ποθώ κάτι υπερβολικά: Νοστιμεύτηκα λίγα σύκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νοστιμεύω — νοστιμεύω, νοστίμεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νοστιμεύω — (Μ νοστιμεύω) [νόστιμος] 1. καθιστώ κάτι εύγευστο, νόστιμο («η ντομάτα νοστιμεύει το φαγητό») 2. (για έδεσμα) αποκτώ ευχάριστη γεύση, γίνομαι νόστιμος («το φαγητό νοστίμεψε με το βούτυρο που έβαλες») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι κομψό,… …   Dictionary of Greek

  • παραρτύω — ΜΑ νοστιμεύω φαγητό με την προσθήκη καρυκευμάτων μσν. μτφ. νοστιμεύω, ομορφαίνω κάτι («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», Ευστ.) αρχ. μέσ. παραρτύομαι ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀρτύω «καρυκεύω, παρασκευάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αβγοκόβω — καρυκεύω, νοστιμεύω το φαγητό με αβγολέμονο …   Dictionary of Greek

  • νοστιμίζω — 1. νοστιμεύω 2. (το μέσ.) νοστιμίζομαι (μτφ) γίνομαι κομψός, ωραίος …   Dictionary of Greek

  • συνηδύνω — Α 1. γλυκαίνω ή νοστιμεύω κάτι («τὸν ἄρτον ὁ ἅλς συνηδύνει», Πλούτ.) 2. μτφ. ευφραίνω, ευχαριστώ κάποιον με τη συναναστροφή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἡδύνω «νοστιμίζω, ευφραίνω» (< ἡδύς)] …   Dictionary of Greek

  • νοστιμίζω — βλ. νοστιμεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”